- κάψουλα
- capsule
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
κάψουλα — και καψούλα, η και καψούλι, το (φαρμ.) ωοειδές σφαιρικό ή κυλινδρικό περίβλημα προορισμένο να περιλάβει ένα φάρμακο υπό μορφή είτε σκόνης είτε παχύρρευστου ή λεπτόρρευστου υγρού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. capsula < capsa «θήκη, κιβώτιο») … Dictionary of Greek
κάψουλα — η μικρή σωληνοειδής θήκη που περιέχει φάρμακο κακής γεύσης: Να πάρει δύο κάψουλες από το φάρμακο αυτό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νηστιδική βιοψία — Η νήστις είναι το μεσαίο τμήμα του λεπτού εντέρου. Επειδή δεν μπορεί να εξεταστεί πλήρως με ενδοσκόπηση, χρησιμοποιείται μια ειδική κάψουλα, όταν απαιτείται η λήψη δείγματος ιστού. Αρχικά, ο εξεταζόμενος καταπίνει την κάψουλα, η οποία είναι… … Dictionary of Greek
κάψα — Όρος που χρησιμοποιείται σε διάφορες επιστήμες και έχει την έννοια της θήκης, του στερεού περιβλήματος. (Ανατ.) Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα περιβλήματα του οργανισμού, όπως των νεφρών, της καρωτίδας, της αμυγδαλής, των αρθρώσεων κ.ά.… … Dictionary of Greek
καψούλι — και καψύλιο και καψύλλιο(ν), το 1. το εμπύρευμα*. 2. περίβλημα φαρμάκων, κάψουλα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. capsule. Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. καψύλλια, μαρτυρείται από το 1833 (έναρξη εκδόσεως) στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής… … Dictionary of Greek
λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… … Dictionary of Greek
Νταγκέρ, Λουί Ζακ Μοντέ — (Louis Jacques Mande Daguerre, Κορμέιγ 1789 – Μπρι σιρ Μαρν 1851). Γάλλος ζωγράφος και φυσικός, ένας από τους εφευρέτες της φωτογραφίας. Στην αρχή ασχολήθηκε με τη διακοσμητική, το θέατρο, τη σκηνογραφία και εφηύρε το διόραμα, μοναδικό είδος… … Dictionary of Greek